καμουτσικίζω

καμουτσικίζω
μετ. стегать кнутом, плетью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καμουτσικίζω" в других словарях:

  • καμουτσικίζω — και καμτσικίζω καμουτσίκισα και καμτσίκισα, χτυπώ με καμουτσίκι: Δεν τα καμουτσίκισες τα άλογα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμουτσικίζω — και καμιτσικίζω και καμτσικίζω [καμουτσίκι] μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο, με καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμτσικίζω — βλ. καμουτσικίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»